μασουράκι

μασουράκι
το
το μικρό μασούρι, μικρός κύλινδρος πάνω στον οποίο τυλίγεται κλωστή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσαγανός — ο, Ν 1. κάβουρας 2. η υποδοχή τής ραπτομηχανής που δέχεται τη σαΐτα με το μασουράκι …   Dictionary of Greek

  • τσαγανός — ο 1. ο κάβουρας, το καβούρι. 2. η υποδοχή της ραπτομηχανής που δέχεται τη σαΐτα με το μασουράκι. 3. μτφ., ζήλος, όρεξη για δουλειά: Δεν έχει τσαγανό μέσα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”